- Φωκυλίδη
- Φωκυλίδηςmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φωκυλίδῃ — Φωκυλίδης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμική ποίηση — Ποιητικό είδος ηθικοδιδακτικού χαρακτήρα, στο οποίο οι ηθικές παραινέσεις δίνονται αποφθεγματικά και για τον λόγο αυτό ξεχωρίζει από τη διδακτική ποίηση. Τα πρώτα διδάγματα γ.π. τα συναντάμε στον Ησίοδο και αργότερα στον Φωκυλίδη, ο οποίος είχε… … Dictionary of Greek
Κλεόπας — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Υπήρξε μαθητής του ευρύτερου κύκλου του Ιησού και από εκείνους που συμπορεύθηκαν μαζί του, κατά την Καινή Διαθήκη, μετά την Ανάστασή του, στο χωριό Εμμαούς. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Οκτωβρίου. II… … Dictionary of Greek